....και το ενδεχόμενο εξαφάνισής τους
Του Κώστα Πλαγάκου,
Οικονομολόγου – Προέδρου Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Χαλκηδόνος
Με αφορμή την κορύφωση της λαϊκής αγανάκτησης απέναντι στα πολιτικά κόμματα και την απαίτηση των αγανακτισμένων διαδηλωτών «να φύγουν τα κόμματα» χρήσιμη είναι η διερεύνηση της αιτίας της...
ύπαρξης των πολιτικών κομμάτων, η οποία θα μας οδηγήσει να διαπιστώσουμε, εάν τελικά είναι δυνατή η εξαφάνισή τους.
Επειδή η δημοκρατία στα σύγχρονα κράτη λόγω του μεγάλου αριθμού των πολιτών δεν είναι άμεση αλλά αντιπροσωπευτική, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι εφόσον υπάρχει δημοκρατικό πολίτευμα, θα εκλέγονται αντιπρόσωποι των πολιτών με ενδεχόμενες μικρές ή μεγάλες παραλλαγές στον τρόπο εκλογής τους. Αυτοί οι αντιπρόσωποι στα δυτικά κράτη, τα οποία επιδίωξε να μοιάσει η Ελλάδα από τη σύσταση ακόμη του ελληνικού κράτους, επικράτησε να ονομάζονται βουλευτές. Οι βουλευτές υπό διαφορετική εκλογική νομοθεσία είναι δυνατό να εκλέγονται χωρίς την ύπαρξη κομματικών ψηφοδελτίων αλλά μεμονωμένα λόγω της προσωπικής επιρροής τους στις περιφέρειές τους. Όταν συγκροτηθεί η βουλή είναι προφανές ότι οι βουλευτές δεν θα συνδέονται μεταξύ τους με στενούς συνδέσμους, διότι ο καθένας τους θα οφείλει την εκλογή του όχι σε κάποιο κόμμα αλλά μόνο στον εαυτό του και στους συμπολίτες του. Εάν όμως επιθυμούν να παράγουν αξιόλογο κοινοβουλευτικό έργο, θα αρχίσουν σταδιακά να ομαδοποιούνται αναλόγως των ιδεολογικών προτιμήσεών τους, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων των πολιτών που τους ψήφισαν και της προοπτικής αλληλοϋποστήριξής τους στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες στα θέματα που τους αφορούν περισσότερο. Με την πάροδο του χρόνου η συνεργασία αυτή θα αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά, δηλαδή θα υπάρχουν άτυπες ομάδες βουλευτών. Αυτές οι άτυπες ομάδες βουλευτών υπήρχαν επί μακρό χρόνο στο ελληνικό κοινοβούλιο του 19ου αιώνα και στο βαθμό που αφενός η συνειδητοποίηση της ενότητας του κράτους και αφετέρου η διάπλαση των σύγχρονων ιδεολογιών άρχισε να υποκαθιστά τους δεσμούς της τοπικής καταγωγής, οι ομάδες των βουλευτών επισημοποιήθηκαν και άρχισαν να εμφανίζονται τα πολιτικά κόμματα. Επομένως, η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων έχει συνδεθεί μάλλον αναπόσπαστα με τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ας σημειωθεί ότι και στις αρχαίες ελληνικές πόλεις με την άμεση δημοκρατία υπήρχαν τα κόμματα είτε ως φανερές παρατάξεις (συνήθως δημοκρατικοί-ολιγαρχικοί) είτε ως μυστικές οργανώσεις, γνωστές με το όνομα πολιτικές εταιρίες, οι αρχηγοί των οποίων επιχειρούσαν να κατακτήσουν τα υψηλά πολιτικά αξιώματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας συνέβησαν πολλές επαναστάσεις, κινήματα και πραξικοπήματα με σκοπό τη βίαιη πολιτική αλλαγή. Χαρακτηριστικά: το 1843 ξέσπασε επανάσταση για τη θέσπιση Συντάγματος, το 1863 ξανά επανάσταση που οδήγησε στην έξωση του βασιλιά Όθωνα, το 1909 η επανάσταση στο Γουδί, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 συνέβησαν αλλεπάλληλα κινήματα από τους αξιωματικούς -με ή χωρίς τη βοήθεια πολιτικών παρατάξεων- οι οποίοι λόγω των διακρίσεών τους ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον πολιτικό βίο της χώρας, μεταξύ 1936 και 1944, δηλαδή για οκτώ ολόκληρα έτη, ανεστάλη η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος λόγω της δικτατορίας του Μεταξά και του επακολουθήσαντος δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και τέλος το 1967 καταλύθηκε για άλλα επτά έτη το δημοκρατικό πολίτευμα. Κάθε ένα από αυτά τα επεισόδια διέκοπτε απότομα τον κοινοβουλευτικό βίο και μερικές φορές οδηγούσε στη θέσπιση νέου Συντάγματος. Παράλληλα, ο λαός συνεχώς διαμαρτυρόταν για τη φαυλότητα των πολιτικών κομμάτων όμως ο κομματικός φανατισμός δεν καταλάγιαζε. Παρά τα βίαια πλήγματα που υπέστη κατά καιρούς η κοινοβουλευτική δημοκρατία, τα κόμματα όχι απλώς δεν εξαφανίστηκαν αλλά αντιθέτως σε κάθε επόμενη περίοδο της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας εμφανιζόταν όλο και πιο ισχυρά, έστω και με αλλαγές των ονομάτων τους, τη δημιουργία διαδόχων σχημάτων και σταδιακές απορροφήσεις του ενός από το άλλο, μέχρι που φτάσαμε στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε, δηλαδή να είναι σχεδόν αδύνατη η ανάδειξη ενός αξιόλογου ανθρώπου σε οποιοδήποτε αξίωμα, από πολιτικό μέχρι πανεπιστημιακό, εάν δεν προσχωρήσει σε κάποιο πολιτικό κόμμα ή δεν συνεργαστεί με αυτό. Συνεπώς, όσο σταθεροποιούνταν με την πάροδο των ετών το δημοκρατικό πολίτευμα τόσο αυξανόταν η ισχύς των πολιτικών κομμάτων παρά την εναντίον τους λαϊκή μομφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι παλαιότερα ορισμένοι πολιτικοί μεγάλου κύρους συνεργαζόταν εκλογικά με κάποιο κόμμα χωρίς να είναι μέλη του (ανεξάρτητοι-συνεργαζόμενοι). Επρόκειτο για κατάλοιπο της εποχής που η προσωπική ισχύς και ανεξαρτησία των πολιτικών ήταν σημαντικότερη από την κομματική ένταξή τους. Εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι-συνεργαζόμενοι υποψήφιοι, διότι η πλήρης κομματική ένταξη είναι απαραίτητη για την εκλογή τους.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων είναι πολύ ανθεκτικός ακόμη και στις βίαιες μεταβολές. Αυτό ισχύει, μάλλον διότι πρόκειται για απαραίτητα εργαλεία για τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παρά τον εκφυλισμό τους σε κέντρα ψηφοθηρίας και πελατειακών σχέσεων. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία θα επιβιώσει της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και της επαπειλούμενης πτώχευσης του Ελληνικού Δημοσίου, έστω και υπό συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας. Κι αυτό διότι τείνει να επικρατήσει ως το μόνο αποδεικτό πολίτευμα παγκοσμίως. Ακόμη και στα αραβικά κράτη που ζούσαν επί δεκαετίες υπό απολυταρχικό καθεστώς διεξάγονται προσπάθειες εκδημοκρατισμού με την ενθάρρυνση ή και την πίεση της διεθνούς κοινότητας και ιδίως των ισχυρών κρατών. Αυτό συνιστά ισχυρή ένδειξη ότι ακόμη και αν υπάρξει μεγάλου μεγέθους οικονομική καταστροφή και κοινωνική δυστυχία τα επόμενα έτη στη χώρα μας, το πολίτευμα θα παραμείνει σε γενικές γραμμές το ίδιο. Όμως, όπως διαπιστώσαμε, η επιβίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος συνεπάγεται και την επιβίωση των πολιτικών κομμάτων. Στην πιο ανατρεπτική εκδοχή θα μετονομασθούν ή θα συρρικνωθούν μέχρι εξαφανίσεως τα υπάρχοντα κόμματα, για να αντικατασταθούν από άλλα, στα οποία θα μεταπηδήσει σημαντικό τμήμα του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού της χώρας, όπως συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν. Έτσι, πιθανό είναι να εξαφανισθούν οι πολιτικοί σχηματισμοί της λεγόμενης περιόδου της μεταπολίτευσης που ξεκίνησε το έτος 1974 και να εμφανισθούν άλλοι.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι καμία ανεπτυγμένη χώρα από αυτές, με τις οποίες επιθυμεί να σχετίζεται η Ελλάδα, δεν λειτουργεί χωρίς την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων. Τα πολιτικά κόμματα στις άλλες χώρες διαφέρουν ενδεχομένως ως προς την δομή και την οργάνωσή τους, την ύπαρξη ή μη μονίμων γραφείων, τον τρόπο χρηματοδότησής τους, το βαθμό συμμετοχής των πολιτών σε αυτά, τον τρόπο της επικοινωνίας τους με τους πολίτες, το βαθμό επιρροής τους στη λειτουργία του κράτους και γενικώς στον κοινωνικό βίο, τη συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στη χώρα και πιθανόν και σε άλλα ζητήματα. Όμως σε κάθε περίπτωση υπάρχουν. Πλήρης εξαφάνιση των πολιτικών κομμάτων νοείται μόνον εάν διακοπεί για πάντα η λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή θα εμφανισθεί κενό στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας και στον έλεγχο του φρονήματος και της δράσης του πληθυσμού, λειτουργίες που επιτελούσαν τόσα χρόνια σε σημαντικό βαθμό τα πολιτικά κόμματα με έμμεσο τρόπο, έστω και αν δεν είναι οφθαλμοφανές. Οι κρατούντες θα επιδιώξουν να συμπληρώσουν το κενό αυτό αφ’ ενός με τη χρήση των νέων τεχνολογιών (Μ.Μ.Ε., διαδίκτυο, εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης) και αφ’ ετέρου με τους ευρύτερους ή τοπικούς θεσμούς ισχύος που υπήρχαν πριν από την εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υποσκελίστηκαν από αυτή και θα αναβιώσουν, ή λειτουργικά ισοδύναμά τους που θα δημιουργηθούν, λόγω του κενού εξουσίας που θα προκύψει. Για το ελληνικό κράτος, το οποίο ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει ολοκληρωμένο στα σημερινά του σύνορα και ακομμάτιστο ταυτόχρονα, η ύπαρξη μη κοινοβουλευτικών φορέων εξουσίας θα θέσει σε δοκιμασία τη συνοχή του και ενδεχομένως να σημάνει την αρχή του τέλους του.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι την τελευταία φορά που την ισχύ εντός του Ελληνισμού τη διαχειρίστηκε όχι πολιτικό κόμμα αλλά αφ’ ενός η δικτατορική κυβέρνηση και αφ’ ετέρου ο ασκών καθήκοντα προέδρου δημοκρατίας αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, κατέστη εφικτή η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.