Αφού επί έναν αιώνα περίπου κλαίει για τους νεκρούς της, εκείνο που ζητά η Ελλάδα του σήμερα δεν είναι οι χαμένες πατρίδες, αλλά το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη
Γράφει ο Μακεδών
Δεν γνωρίζω αν οφείλεται σε αντιπολιτευτική τακτική ή επιδιώκεται κάποια ρήξη στη συνοχή του τουρκικού κράτους, το οποίο μόνο με αντιδημοκρατικές πρακτικές διατηρείται ακόμη ακέραιο. Επειδή όμως, κάθε τι που συμβαίνει στις γειτονικές μας χώρες, οι οποίες όλες -μα, όλες- δεν κρύβουν τις επεκτατικές βλέψεις τους σε βάρος μας μάς ενδιαφέρει άμεσα, νομίζω πως θα ήταν ωφέλιμη η αναφορά στις συζητήσεις που γίνονται στην Τουρκία για το ζήτημα των γενοκτονιών, κυρίως των Αρμενίων.
Εξυπακούεται, πως αυτά που συνέβησαν κατά των Αρμενίων, δεν απέχουν αυτών που βίωσαν οι Πόντιοι -κυρίως-, οι Μικρασιάτες και οι Θρακιώτες. Σε πείσμα των τουρκολάγνων, αυτό το ζήτημα δεν μπορεί ποτέ να λυθεί, παρά μόνον με την αίτηση τουλάχιστον μιας συγγνώμης, όπως είναι άλλωστε η επίσημη τοποθέτηση όλων των προσφυγικών σωματείων.
Διαβάζουμε σε τουρκική εφημερίδα (Radical – tourkikanea), ότι είναι καιρός για την Τουρκία «να ειρηνεύσει με την ιστορία της». Μάλιστα, προχωρεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εμείς εδώ, γράφοντας πως «δεν λεηλατήθηκαν μόνο οι περιουσίες της αρμενικής κοινότητας, αλλά ακόμη και τμήμα από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, μοιράστηκαν μεταξύ των μουσουλμάνων Οθωμανών».
Η 24η Απριλίου 1915 ήταν η τροχιοδεικτική σφαίρα ενός ιδιαίτερα διευρυμένου σχεδίου πολιτικής, που θα άρχιζε ένα μήνα αργότερα με σκοπό να καταστήσει ασήμαντη και εντέλει να εξαφανίσει την αρμενική -κατ’ αρχήν- παρουσία πάνω στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν επρόκειτο μόνο για πληθυσμιακή πολιτική. Τμήμα αυτής της πολιτικής ήταν και η κατάσχεση των περιουσιών από το κράτος και από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς.
Έρχονται σήμερα οι Τούρκοι, να προσθέσουν ένα ιδιαίτερο στοιχείο, το οποίο η ελληνική βιβλιογραφία είτε αντιπαρέρχεται είτε δεν φωτίζει αρκετά. Ότι ο ξαφνικός πλουτισμός, γράφει η τουρκική εφημερίδα, σε αρκετές τουρκικές οικογένειες σε διάφορες πόλεις κατά την δεκαετία του 1920, δεν οφειλόταν σε ταχεία οικονομική ανάπτυξη, αλλά στις λεηλατημένες περιουσίες των εξαλειφθέντων χριστιανών.
Το 1915, πέρα από τους Αρμένιους, είναι επίσης η στιγμή μιας μεγάλης σφαγής των Ασσύριων στα Ν.Α. της Ανατολίας. Η δε πολιτική μετεγκατάστασης που άρχισε πριν από το 1914 σε βάρος των Ελλήνων του Αιγαίου, συνεχίστηκε με διάφορες σφαγές. Υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης ανταρτικών ομάδων, που αποτελούνταν από Έλληνες, σχεδόν όλη η περιοχή της μαύρης Θάλασσας μέχρι το 1923 είχε εκκαθαριστεί από τους Έλληνες κατοίκους της.
Προσέξτε ένα άλλο στοιχείο που προσθέτουν οι Τούρκοι: «Ένοχοι δεν είναι μόνον η ηγεσία του «Ένωση και Πρόοδος» (σημ.: ο Κεμάλ, δηλαδή). Τούρκοι, Κούρδοι, Τσερκέζοι… μεγάλο τμήμα των Οθωμανών Μουσουλμάνων, στήριξαν την πολιτική της ηγεσίας του «Ένωση και Πρόοδος» για εκκαθάριση της Ανατολίας από χριστιανούς. Ακόμη και αν δεν μετείχαν στις σφαγές, ακόμη και αν δεν πήραν μερίδιο από τα δημευθέντα, βρίσκονταν στην πλειοψηφία που στήριξαν παρακολουθώντας αυτά που γίνονταν και παραμένοντας σιωπηλοί».
Όπως καίρια αναφέρει ο κ. Τανέρ Ακσάμ, η παρουσία της νέας Τουρκίας καυτηριάστηκε με αυτήν την εξαφάνιση. Αυτό ήταν κάτι με πολύ σημαντικές τραυματικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνείδηση, και οι εκφάνσεις του συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η Ελλάδα του σήμερα, αφού επί έναν αιώνα περίπου κλαίει για τους νεκρούς της, εκείνο που ζητά δεν είναι η επαναπόκτηση απολεσθέντων εδαφών. Είναι το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. Αυτό το δικαίωμα θα έπρεπε να διεκδικεί το ελληνικό ΥΠΕΞ, ενημερώνοντας ταυτόχρονα αδιαλείπτως την διεθνή κοινότητα, ότι η επιβουλή των γειτόνων συνεχίζεται.
voria.gr