Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας
Περί της ιστορίας του εξαίρετου (και) αυτού άσματος του Β. Τσιτσάνη που γράφτηκε περί το 54 σε στίχους του Γεράσιμου Τσάκαλου και συγκλονιστικής ερμηνείας της Μαρίκας Νίνου, αφήνω την
διήγησις στο βιβλίο του κ. Ηρακλή Ευστρατιάδη "Μια ιστορία...ένα τραγούδι", εκδόσεις Τουμπής και άλλον τι δεν έχω να προσθέσω, να πούμε.
Περί της ιστορίας του εξαίρετου (και) αυτού άσματος του Β. Τσιτσάνη που γράφτηκε περί το 54 σε στίχους του Γεράσιμου Τσάκαλου και συγκλονιστικής ερμηνείας της Μαρίκας Νίνου, αφήνω την
διήγησις στο βιβλίο του κ. Ηρακλή Ευστρατιάδη "Μια ιστορία...ένα τραγούδι", εκδόσεις Τουμπής και άλλον τι δεν έχω να προσθέσω, να πούμε.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα
ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα,
του χωρισμού μας έφτασε η ώρα,
μπορεί και για τους δυο να ναι καλύτερα,
ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,
και αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε
αφού η γκρίνια ξέσπασε σαν μπόρα,
στον δρόμο αυτό και οι δυο θα δυστυχήσουμε
και αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,
αφού δεν γίνεται μαζί να ζήσουμε
και αφού μας πήρε πια η κατηφόρα
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε
αφού δεν γίνεται μαζί να ζήσουμε.
''Ένα από τα μεγάλα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη είναι και το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», που ερμήνευσε μοναδικά η Μαρίκα Νίνου το 1954. Το τραγούδι, όπως θα δούμε είναι γραμμένο για το τέλος της «θυελλώδους» συνεργασίας τους κι όχι μόνο.
Η Νίνου με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκαν το 1949, όταν εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με τον Στελλάκη Περιπινιάδη και την Μιχάλη Γενίτσαρη. Πριν ασχοληθεί με το τραγούδι, έκανε ακροβατικά μαζί με τον άντρα της και τον μικρό της γιο, ως «Ντούο Νίνο και μισό». Ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή έγινε μεγάλη φασαρία και η Μπέλου αποχώρησε (μάλωσε με κάποιους θαμώνες βασιλικούς). Έτσι ο Τσιτσάνης πήρε στην θέση της τη Νίνου, η οποία μπορεί να μην διέθετε τεράστια φωνή, όμως είχε ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο στις ερμηνείες της και στο πάλκο, κάτι που τρέλαινε τον Τσιτσάνη. Σε λίγο καιρό το ντουέτο Τσιτσάνης – Νίνου χαλούσε κόσμο. Όπου εμφανίζονταν γινόταν το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να τους δουν και να ζήσουν μια βραδιά κοντά τους.
Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδι με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη, με αποτέλεσμα να γίνουν στις αρχές της δεκαετίας του 50 το δημοφιλέστερο ζευγάρι, όχι μόνο στο πάλκο, αλλά και στην προσωπική τους ζωή. Η Νίνου τον «ξετρέλαινε» και φαίνεται ότι προσπαθούσε να επισημοποιήσει τη σχέση τους και να τον αποτραβήξει από την γυναίκα του. Ο Τσιτσάνης όμως δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένεια του, έτσι η σχέση του με την Νίνου είχε εξαρχής ημερομηνία λήξης. Εκείνος το ήξερε καλά, ενώ εκείνη έτρεφε ελπίδες και πίστευε ότι τελικά θα τον κερδίσει. Στο μεταξύ η Νίνου, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία που της έδειχνε, του είχε πάρει τον αέρα κι είχε αρχίσει να κανονίζει εκείνη τα συμβόλαια των μαγαζιών όπου θα εμφανιζόταν, τις πληρωμές, την διάρκεια, τους συνεργάτες κλπ.
Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό. Λέγεται ότι είχε καβαλήσει το καλάμι και ερχόταν συνεχώς σε προστριβές με άλλους συναδέλφους, αλλά και με την ίδια την οικογένεια του Τσιτσάνη. Εκείνος ανέχτηκε αυτή την κατάσταση για αρκετό καιρό, όχι μόνο επειδή της είχε αδυναμία, αλλά και επειδή ο κόσμος ήθελε να τους βλέπει μαζί στο πάλκο, ήταν το πιο εμπορικό ντουέτο. Η Νίνου του γνώριζε καλά αυτό και πατούσε εκεί πάνω. Επίσης του ζητούσε επίμονα την αποκλειστικότητα, όχι μόνο στο πάλκο αλλά και στην δισκογραφία. Ο Τσιτσάνης, με υπομονή, προσπαθούσε να της εξηγήσει πως κάθε τραγούδι θέλει τη φωνή του και δεν μπορεί να τα λέει όλα εκείνη.
Τα καμώματα της Νίνου τον έκαναν να δυσανασχετεί και το ποτήρι ξεχείλιζε. Έπειτα, το 1952, πήγαν ένα ταξίδι για εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη όπου εκεί έγιναν μεγάλες σκηνές ζηλοτυπίας. Εκείνη γυρνούσε μόνη της στην Πόλη με παλιούς γνωστούς της, θυμώνοντας τον Τσιτσάνη, που προφανώς για πείσμα αφέθηκε στον έρωτα μιας τουρκοπούλας πριγκίπισσας, η οποία του έταζε πλούτη, παλάτια και του κόσμου τα καλά, για να μείνει κοντά της. Όταν το αντιλήφθηκε η Νίνου έγινε έξαλλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον χειμώνα του 1952-53, δούλεψαν πάλι μαζί στου «Τζίμη του χοντρού» όμως δεν μιλιόντουσαν. Πέρασε αρκετός καιρός για τα ξαναφτιάξουν. Την καλοκαιρινή σεζόν του 1953 εμφανίστηκαν στην «Τριάνα» του Χειλά στην λεωφόρο Συγγρού, όμως η σχέση τους παρ’ όλες τις συνεχόμενες επιτυχίες τόσο στην δισκογραφία όσο και στο πάλκο δεν ήταν σαν και πρώτα.
Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου στην Νίνου. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστάθηκε και την πήγε στον γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Νίνου τότε ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε περιοδεία στην Αμερική και συγχρόνως να κάνει τη θεραπεία της, και όποια χειρουργική επέμβαση χρειαζόταν. Εκείνος ήταν εξ αρχής αρνητικός, αλλά έγινε ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του Ζωή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Το 1954 πια και οι δυο τους, Νίνου και Τσιτσάνης, γνώριζαν ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο.
Η ώρα του οριστικού τους χωρισμού πλησίαζε. Η Νίνου ετοιμαζόταν να φύγει στην Αμερική ενώ το Τσιτσάνης τον Μάρτιο του 54 της έδωσε να πει ένα τραγούδι με ξεκάθαρα λόγια για το τέλος αυτής της τετράχρονης μεγαλειώδους σχέσης τους: «Τι σήμερα, τι αύριο, τη τώρα»*. Η Νίνου πήρε το τραγούδι, το έμαθε, κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια και όταν έφτασε η ώρα της ηχογράφησης, δεν άντεξε να το τραγουδήσει. Σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο στούντιο, μουσικοί, ηχολήπτες και παραγωγοί πάγωσαν. Δεν ακουγόταν μιλιά, η σιωπή είχε κυριεύσει τα πάντα. Όταν επέστρεψε η Νίνου ήταν φανερά κλαμένη αλλά και συνάμα πεισματωμένη. Έπρεπε πλέον να βρει κουράγιο να συνεχίσει μόνη της το Γολγοθά που, όπως αποδείχτηκε μόλις είχε αρχίσει για κείνη. Οι μουσικοί έπαιξαν την εισαγωγή κι η Νίνου είπε το τραγούδι μια και έξω χωρίς άλλη διακοπή. Η ερμηνεία που καταγράφηκε είναι συγκλονιστική. Το παράπονο και το προηγούμενο κλάμα της Νίνου, εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, είναι καταγεγραμμένα.
*Οι αρχικοί στίχοι γράφτηκαν από τον Γεράσιμο Τσάκαλο κατόπιν παραγγελίας του Τσιτσάνη, ο οποίος στην συνέχεια τους διόρθωσε σε αρκετά σημεία. Τα στοιχεία που παραθέτω είναι από την θαυμάσια έρευνα για τον Τσιτσάνη που έκανε ο συγγραφέας, καθηγητής και φίλος του Τσιτσάνη Σώτος Αλεξίου, στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης», εκδόσεις Κοχλίας 2003.
Αυτά τα ολίγα περί την σήμερον και πάμε γι άλλα μάγκες. Θα επανακάμψω με νεώτερα
Μετά τιμής
Μήτσος ο Τούφας