Τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας της Grant Thornton για τα φορολογικά βάρη στη χώρα είναι αποκαλυπτικά.
Το 60% της καθαρής τους κερδοφορίας απορρόφησαν οι φόροι στις ελληνικές επιχειρήσεις το 2017, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Grant Thornton για την ελληνική επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα «τα κέρδη που απομένουν μετά τη φορολογία να μην είναι ικανά να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις».
Η μελέτη έδειξε πως παρότι το 2017 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 4% και η κερδοφορία κατά 16%, η ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν εσωστρεφής και είχε κυρίως στο επίκεντρό της τη μείωση του κόστους και όχι την πραγματική επέκταση που θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Όπως μάλιστα πιστοποιείται από τα ευρήματα της έρευνας, μόνο ένα 4% των πωλήσεων επανεπενδύεται, το οποίο κατά βάση αφορά τη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού εξοπλισμού, ενώ η ίδια τάση φαίνεται να κυριαρχεί και για τους επόμενους 12 μήνες, καθώς 8 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες απάντησαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις.
Η έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων 8.000 επιχειρήσεων από 92 κλάδους της οικονομίας από το 2011 έως το 2017. Ειδικά για το 2017, εκτός από το αυξημένο ποσοστό που απορρόφησε η φορολογία (60% έναντι 58% το 2016), δυσανάλογη είναι και η κατανομή της, αφού σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία το 88% των φόρων της τελευταίας χρήσης επιβάρυνε μόλις το 10% των επιχειρήσεων.
Η έρευνα της Grant Thornton διαπιστώνει μια δυναμική που αναδύεται σταδιακά με την έξοδο της χώρας από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και αποτυπώνεται στο γεγονός ότι αύξηση των πωλήσεων το 2017 πέτυχαν 6 στις 10 επιχειρήσεις. Εντούτοις, παρά τις προσδοκίες για περαιτέρω ανάπτυξη, η πλειονότητα των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει επιφυλακτική να επενδύσει όχι μόνο σε παραγωγικό εξοπλισμό, αλλά και στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η επιφυλακτικότητα αυτή αφορά τόσο την αύξηση των θέσεων εργασίας όσο και την αύξηση των μισθών, καθώς 6 στους 10 δεν αναμένουν να αυξήσουν απασχόληση και μισθούς στους επόμενους 12 μήνες.
Αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων
Στην απουσία επενδυτικής διάθεσης που οδηγεί η υψηλή φορολογία αποδίδεται και η μη εισροή στις επιχειρήσεις νέων κεφαλαίων, είτε από τους ίδιους τους μετόχους είτε από άλλες πηγές όπως η εξωτερική χρηματοδότηση. Τα ευρήματα της έρευνας πιστοποιούν ότι τα συνολικά κεφάλαια, ίδια και ξένα, αυξήθηκαν το 2017 μόλις κατά 0,6% και ο καθαρός δανεισμός των επιχειρήσεων μόλις κατά 0,9%. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο 1 στους 10 σχεδιάζει να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας νέες πηγές χρηματοδότησης. Αντίθετα, η πλειονότητα, περίπου 7 στους 10, σχεδιάζει εσωστρεφείς στρατηγικές ανάπτυξης, όπως η βελτίωση εσωτερικών διαδικασιών.
Σύμφωνα με το μοντέλο Financial Growth/Health matrix που έχει αναπτύξει η Grant Thornton, σημαντικά υψηλό που φθάνει στο 50% –δηλαδή 1 στις 2– είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από χαμηλή ανάπτυξη και υψηλό δανεισμό. Πρόκειται για 4.000 επιχειρήσεις από τις 8.000, οι οποίες έχουν χρηματοδοτικές ανάγκες που υπολογίζονται στα 16 δισ. ευρώ, αλλά η δυνατότητά τους δεν ξεπερνά τα 14 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα είναι οι επιχειρήσεις που έχουν αναπτυξιακή δυναμική και ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση (2 στις 10), ενώ 1 στις 10 επιχειρήσεις έχει αναπτυξιακή δυναμική, αντιμετωπίζει όμως προβλήματα κεφαλαιακής διάρθρωσης. Τέλος, 2 στις 10 είναι οι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν υγιή κεφαλαιακή διάρθρωση χωρίς όμως να αναπτύσσονται.
Το 60% της καθαρής τους κερδοφορίας απορρόφησαν οι φόροι στις ελληνικές επιχειρήσεις το 2017, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Grant Thornton για την ελληνική επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα «τα κέρδη που απομένουν μετά τη φορολογία να μην είναι ικανά να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις».
Η μελέτη έδειξε πως παρότι το 2017 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 4% και η κερδοφορία κατά 16%, η ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν εσωστρεφής και είχε κυρίως στο επίκεντρό της τη μείωση του κόστους και όχι την πραγματική επέκταση που θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Όπως μάλιστα πιστοποιείται από τα ευρήματα της έρευνας, μόνο ένα 4% των πωλήσεων επανεπενδύεται, το οποίο κατά βάση αφορά τη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού εξοπλισμού, ενώ η ίδια τάση φαίνεται να κυριαρχεί και για τους επόμενους 12 μήνες, καθώς 8 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες απάντησαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις.
Η έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση των αποτελεσμάτων 8.000 επιχειρήσεων από 92 κλάδους της οικονομίας από το 2011 έως το 2017. Ειδικά για το 2017, εκτός από το αυξημένο ποσοστό που απορρόφησε η φορολογία (60% έναντι 58% το 2016), δυσανάλογη είναι και η κατανομή της, αφού σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία το 88% των φόρων της τελευταίας χρήσης επιβάρυνε μόλις το 10% των επιχειρήσεων.
Η έρευνα της Grant Thornton διαπιστώνει μια δυναμική που αναδύεται σταδιακά με την έξοδο της χώρας από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και αποτυπώνεται στο γεγονός ότι αύξηση των πωλήσεων το 2017 πέτυχαν 6 στις 10 επιχειρήσεις. Εντούτοις, παρά τις προσδοκίες για περαιτέρω ανάπτυξη, η πλειονότητα των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει επιφυλακτική να επενδύσει όχι μόνο σε παραγωγικό εξοπλισμό, αλλά και στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η επιφυλακτικότητα αυτή αφορά τόσο την αύξηση των θέσεων εργασίας όσο και την αύξηση των μισθών, καθώς 6 στους 10 δεν αναμένουν να αυξήσουν απασχόληση και μισθούς στους επόμενους 12 μήνες.
Αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων
Στην απουσία επενδυτικής διάθεσης που οδηγεί η υψηλή φορολογία αποδίδεται και η μη εισροή στις επιχειρήσεις νέων κεφαλαίων, είτε από τους ίδιους τους μετόχους είτε από άλλες πηγές όπως η εξωτερική χρηματοδότηση. Τα ευρήματα της έρευνας πιστοποιούν ότι τα συνολικά κεφάλαια, ίδια και ξένα, αυξήθηκαν το 2017 μόλις κατά 0,6% και ο καθαρός δανεισμός των επιχειρήσεων μόλις κατά 0,9%. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο 1 στους 10 σχεδιάζει να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας νέες πηγές χρηματοδότησης. Αντίθετα, η πλειονότητα, περίπου 7 στους 10, σχεδιάζει εσωστρεφείς στρατηγικές ανάπτυξης, όπως η βελτίωση εσωτερικών διαδικασιών.
Σύμφωνα με το μοντέλο Financial Growth/Health matrix που έχει αναπτύξει η Grant Thornton, σημαντικά υψηλό που φθάνει στο 50% –δηλαδή 1 στις 2– είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από χαμηλή ανάπτυξη και υψηλό δανεισμό. Πρόκειται για 4.000 επιχειρήσεις από τις 8.000, οι οποίες έχουν χρηματοδοτικές ανάγκες που υπολογίζονται στα 16 δισ. ευρώ, αλλά η δυνατότητά τους δεν ξεπερνά τα 14 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα είναι οι επιχειρήσεις που έχουν αναπτυξιακή δυναμική και ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση (2 στις 10), ενώ 1 στις 10 επιχειρήσεις έχει αναπτυξιακή δυναμική, αντιμετωπίζει όμως προβλήματα κεφαλαιακής διάρθρωσης. Τέλος, 2 στις 10 είναι οι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν υγιή κεφαλαιακή διάρθρωση χωρίς όμως να αναπτύσσονται.