Γύρισε κι είδε...
ένα μικρό αγόρι.
"Κύριε, θέλω να αγοράσω ένα κουταβάκι" είπε το αγόρι. Ο αγρότης σκέφτηκε λίγο και απάντησε. "Ξέρεις, αυτά τα κουταβάκια είναι από πολύ σπουδαίους γονείς και στοιχίζουν πολλά χρήματα." Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι για ένα λεπτό. Μετά έβγαλε από τη τσέπη του μερικά κέρματα, τα έτεινε στον αγρότη και ρώτησε "έχω αυτά τα χρήματα. Φτάνουν για να δω τα κουταβάκια;"
Ο αγρότης έβγαλε ένα σφύριγμα και στη στιγμή πετάχτηκε από το σκυλόσπιτο η μαμά σκύλα κι από πίσω της τρέχοντας πέντε γούνινες μπαλίτσες. Το αγόρι τα κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευτυχία. Ξαφνικά, είδε μια ακόμα γούνινη μπαλίτσα να έρχεται προς το μέρος τους, ακολουθώντας όμως με μεγάλη δυσκολία τα άλλα κουτάβια. Σερνόταν και αγωνιζόταν να τα φτάσει.
"Αυτό θέλω" είπε το αγόρι. "Μα δεν μπορείς να πάρεις αυτό" είπε ο αγρότης. "Δεν θα μπορέσει ποτέ να τρέξει και να παίξει όπως τα άλλα κουτάβια". Το αγόρι έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του αποκαλύπτοντας δύο ατσάλινες λάμες να συγκρατούν το πόδι του και να καταλήγουν σε ένα ειδικό παπούτσι. "Βλέπετε κύριε" είπε το αγόρι, "ούτε κι εγώ μπορώ να τρέξω πολύ καλά και θα χρειαστεί στη ζωή του κάποιον να τον καταλαβαίνει". Ο αγρότης με δάκρυα στα μάτια έσκυψε, πήρε το κουτάβι και το απόθεσε στην αγκαλιά του αγοριού.
"Πόσο κάνει;" ρώτησε ο μικρός.
"Τίποτα δεν κάνει" είπε ο αγρότης,
"ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ...".
"Πόσο κάνει;" ρώτησε ο μικρός.
"Τίποτα δεν κάνει" είπε ο αγρότης,
"ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ...".