Ακόμη θυμάμαι όλους μα όλους ανεξαιρέτως, να είναι στημένοι μπροστά σε μια τηλεόραση, και να βλέπουνε τους δείκτες του … Λαναρά να περνάνε από κάτω.
Όσο και να γκρινιάζουμε, όσο και να αγανακτούμε, η αλήθεια είναι πως...
ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς.
Κι αυτό λέει κάτι.
Μπορεί οι αμέσως προηγούμενες δεκαετίες να ήταν βουτηγμένες στην ευδαιμονία, αλλά συγχρόνως ήταν και βαρετές.
Εκεί που η μάνα μου και ο μπαμπάς μου έζησαν έντονες και επικίνδυνες, συναισθηματικά φορτισμένες, καταστάσεις, με κατοχές, εμφύλιο, χούντες, πολυτεχνεία, Κυπριακό, μεταπολίτευση, και άλλα τέτοια ιστορικώς (και όχι μόνο) ενδιαφέροντα, η δική μου ενηλικίωση (λέμε και καμιά υπερβολή) χαρακτηρίστηκε από … βαρεμάρα.
Με μόνο αντιπερισπασμό τα φαντεζί σόου της Κορομηλά, τους ατέλειωτους τηλεοπτικούς μονόλογους του Μικρούτσικου, τα προξενιά ανιάτων της Πάνια, την ανάδυση της τσιφτετελοπόπ ως κυρίαρχης κουλτούρας, τον «γκουρού» της ευτέλειας Κωστόπουλο, την πολιτική λογοδιάρροια του Χάρη «δια τούτο λέγω» Καστανίδη, και άντε και καμιά παραπολιτική παπαριά από τον Τράγκα, ή τον Κακαουνάκη, για να σφίγγουν λίγο οι κώλοι.
Κατά τα άλλα, σε πραγματικά πολιτικό επίπεδο, όλα μα όλα ήταν μια από τα ίδια… δηλαδή βαρετά, ανιαρά, και με τις μίζες να πέφτουν χιαστί (όπως πάντα).
Ήταν η εποχή της λεγόμενης ανάπτυξης.
Στην αρχή με τα καζίνο, που ξεφύτρωσαν σε κάθε γωνία της Ελλάδας, και αργότερα με τις ΕΛΔΕ.
Μιλάω δηλαδή για την σημίτειο εποχή, όπου ο κάθε λούζερ έγινε (εν μία νυκτί) παίκτης, αφού μιας και ήμασταν πολιτικά πλέον ώριμοι, όλο το επίκεντρο είχε μετατοπιστεί στην οικονομική μας πρόοδο.
Και εκεί που παλιά ο οποιοσδήποτε φιλόδοξος νέος θα το έριχνε στην πολιτική, και στην αφισοκόλληση, για να προχωρήσει, τώρα στράφηκε προς τον τζόγο. Στη ρουλέτα πρώτα, και στο χρηματιστήριο μετά.
Ακόμη θυμάμαι όλους μα όλους ανεξαιρέτως, να είναι στημένοι μπροστά σε μια τηλεόραση, και να βλέπουνε τους δείκτες του … Λαναρά να περνάνε από κάτω. Προσηλωμένοι, λες και έβλεπαν την Παναγία της Φατιμά λάιβ!
Και έτσι, ναι μεν γεμίσαμε «μπέμπες» και τζιπάρες, μάθαμε τα κοχίμπα και τα μαύρα Τζόνυ, φλομώσαμε στο ξανθό μαλλί, αλλά σε επίπεδο excitement, είχαμε μεσαίωνα.
Για αυτό σήμερα, με όλη αυτή την διάχυτη αγωνία, αν θα επανέλθουμε στη δραχμή και στα ρεβίθια, αν θα πάρουμε ή όχι την δόση, αν θα απολύσουν τον θείο Μήτσο από τον ΟΠΑΠ, αν θα έχουμε ξύλα για τον χειμώνα, αν θα μπουκάρουν το βράδυ στο σπίτι οι Τσετσένοι με τα καλάσνικοφ, αν θα ξαναδείρει ο Κασιδιάρης καμιά «προοδευτική» μπίμπο ον αίρ, και άλλα τέτοια υπαρξιακά, δεν ξέρω… αλλά αισθάνομαι πως ζω.
Πως συμμετέχω σε κάτι … εθνικό.
Πως θα’χω κάτι ενδιαφέρον να πω και γω στα εγγόνια μου, όταν θα με ρωτάνε στο μέλλον «τι έκανες στην κρίση παππού»;
Και μπορεί να μην ζω αυτά που έζησαν οι δικοί μου παππούδες, όντας τέκνα του ξεριζωμού της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, με ποδαρόδρομο μηνών για να φτάσουν στην Μακεδονία, προσπαθώντας να αποφύγουν σφαγές και δηώσεις, με αλβανικά έπη, και μετά εξορίες, αλλά και εγώ θα έχω κάτι να πω τέλος πάντων, για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, για τις κατάρες στην Μέρκελ και στον Σόιμπλε, και για τα τσίπουρα που έπινα παρέα με τους αγανακτισμένους δίπλα στον Λευκό Πύργο, ακούγοντας όχι Βέμπο, αλλά Μαζονάκη…..
Κάτι είναι κι αυτό….