«Κοίτα τι σου έφερα να φας» είπε η Αναστασία στην μητέρα της που θα έκλεινε σε λίγες μέρες τον τρίτο κύκλο της χημειοθεραπείας της. Η κυρία Σωσώ (ο άντρας της εξακολουθούσε να την φωνάζει ...
Σωτηρία) χαμογέλασε με τον πιο θερμό τρόπο που διέθετε αλλά η εξάντλησή της ήταν έκδηλη. Όλος ο θάλαμος μύριζε από το φιλέτο κοτόπουλο που είχε αγοράσει η Αναστασία από ένα κοντινό εστιατόριο.
«Και για επιδόρπιο σου έφτιαξα μήλο ψητό» αναφώνησε με χαρά στην μητέρα της, η οποία αν και τρελαίνονταν για την ζάχαρη ζούσε κάτω από την απειλή του διαβήτη.
«Γειάς μάνα!» είπε με ενθουσιασμό ο γιος της ηλικιωμένης κυρίας, η οποία κοιμόταν δίπλα από την κυρία Σωσώ. Εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι αμέσως μόλις είδε το παιδί της στην πόρτα και έπιασε το πι. Τα βήματά της έμοιαζαν με εκείνα των παιδιών. Κάθε που προσπαθούσε να κάνει ένα βήμα συγχρόνιζε τα χέρια της, το βάρος της και το πόδι που θα πήγαινε με θάρρος μπροστά.
« Ήρθς;» του φώναξε.
« Ήρθα μάνα σ΄ δώ» της είπε.
Εκείνη φτάνοντας σιγά σιγά μέχρι την πόρτα του θαλάμου τον προσπέρασε και βγήκε στο διάδρομο.
« Έλα μάνα να φας. Τι καλό σο’χν’ σήμερα; Απ’ότ’ βλέπω θα φας μανστράκι».
« Δε θέλ’ μανστράκι» του είπε η γριά όλο στόμφο.
«Γιατί μάνα τι έχ’ το μανστράκι;» φώναξε ο γιος της που τον τελευταίο καιρό ερχόταν στην Αθήνα κάθε Σαββατο και έφευγε την Κυριακή το βράδυ για το σπίτι του στα Ιωάννινα. «Θέλ’ απ’αυτούνο» φώναξε η γριά με τόνο επιτακτικό κοιτάζοντας το κοτόπουλου της κυρίας Σωσώς. «Να πας ναμ’πάρ’ς».
Ο γιος φούσκωνε και ξεφούσκωνε από τα νεύρα του. «Καλά μάνα πάω».
«Απο πού το πήρ’ς να πάρω λίγο για τ΄ παλιόγρια» ρώτησε την Αναστασία η οποία παρατηρούσε την σουρεάλ σκηνή.
« Έχει ένα μαγαζί εδώ απέναντι. Συγνώμη για την αναστάτωση. Αλλά η μητέρα μου δεν μπορεί να σηκωθεί για να το φάει έξω. Δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα, είπε με ύφος μεταμέλειας κι ας ήταν έτοιμη να σκάσει στα γέλια».
« Δε μπράζ’ . Έτς κάν’ πάντα. Πόσο το πήρς;»την ρώτησε.
«Επτά ευρώ» του απάντησε η Αναστασία.
«Τι;» φώναξε έκπληκτος. «Εμείς στα Γιάννινα παίρνουμ’ 2 κότες ζωντανές με τόσα λεφτά».
Η Αναστασία που τόσην ώρα κρατιόταν έσκασε στα γέλια. Τελικά μετά από λίγο η γριά έκατσε στο κρεβάτι και έφαγε 3 μπουκιές όλες κι όλες από την μερίδα του κοτόπουλου που της είχε φέρει ο γιός της.
«Μάνα φάι. Τι στο ‘φερα για δυο μπουκιές όλο κι όλο;»
« Να τ’φάς ισύ» του απάντησε η γριά ορθά κοφτά. «Εγώ τόσο ήθλα. Γιατί θα σ’ δώσω λογαριασμό πόσ’ θα φάω;» του απάντησε με θράσος.
«Μάνα φάτο θα γίν’ εδω μέσα το σώσ’.»
« Όχι σ’λέω. Δεν θέλω άλλο. Θα σ’δώσω λογαριασμό που μαρέσ’ η κότα; Μόλις βγώ απο δω μέσα να δείς. Δεν θα σ’έχω ανάγκ’ και θα τρώω ότ’ θέλω». Ο γιος της την κοίταξε αγανακτισμένος αλλά σταμάτησε να μιλάει. Η τελευταία δήλωσή της τον έκανε να σωπάσει, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά τον λόγο που βρίσκονταν εκεί μέσα.
Μια γυναίκα που ονομάζονταν Πανδώρα, πετάχτηκε από το κρεβάτι που ήταν δίπλα από την γριά.
«Πού να βγεις να πας; Πόσο νομίζεις ότι θα ζήσεις; Όσοι μπαίνουν εδώ μέσα δεν ξαναβγαίνουν είπε. Είναι σαν το χτικιό ο καρκίνος. Άπαξ και τον έχεις, τέλειωσες. Κι αυτά που μας κάνουν εδώ μέσα για τα μάτια του κόσμου τα κάνουν. Πάει, τελειώσαμε πια εμείς» είπε με ύφος μίζερο αλλά και με την φυσικότητα της νοικοκυράς που ανακοινώνει στα παιδιά της το μεσημέρι ότι μαγείρεψε φακές αντί για παστίτσιο.
«Εσύ να πεθάν’ς αμα θές. Ιγώ θα ζήσω» απάντησε η γριά με μένος σαν να της είχαν αποδώσει την μεγαλύτερη ρετσινιά δημοσίως στην πλατεία του χωριού της. Μια κοπέλα γύρω στα σαράντα στο απέναντι κρεβάτι από αυτό της γριάς, η οποία πάλευε με την αρρώστια εδώ και καιρό έστρεψε το βλέμμα της που έκαιγε στην γυναίκα που είχε τολμήσει να ξεστομίσει την μιζέρια όλου του κόσμου.
« Άκου» της είπε. «Το μικρότερο παιδί μου είναι 2 χρονών. Δεν με νοιάζει να ζήσω για πάντα. Μόνο όσο με παρακάλεσαν τα παιδιά μου να ζήσω». Όλη την προηγούμενη εβδομάδα ταλαιπωρούνταν από τις συνέπειες της χημειοθεραπείας. Κι όταν είπε στον γιατρό, «τέρμα κουράστηκα, δεν μπορώ άλλο», ο γιατρός της απάντησε: «κάνω πως δεν σε ακούω Μαίρη. Εσύ είπες ότι θα το παλέψεις για τα παιδιά σου. Εσύ μου είπε ότι δεν έχεις δικαίωμα να εγκαταλείψεις τον αγώνα αυτό για τα παιδιά σου που σε περιμένουν να γυρίσεις στο σπίτι. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα».
Κι η Μαίρη που δεν είχε πλέον ούτε μια βλεφαρίδα στο πρόσωπό της, σώπασε και αποκοιμήθηκε για να ξεχάσει για λίγο την ταλαιπωρία και να ονειρευτεί τις κόρες της.
Στα μεταλλικά παγκάκια του Αγίου Σάββα, ο Λευτέρης που είχε βγει την ημερήσια βόλτα του για να τον δει λίγο ο ήλιος μου συστήθηκε ως ένας νέος Σιντάρτα. «Νιώθω πια πολύ τυχερός που το πέρασα αυτό, μου είπε με καθαρή φωνή. Ξέρεις, όταν μου είπαν οι γιατροί για τον καρκίνο δεν φοβήθηκα μήπως πεθάνω. Φοβήθηκα μόνο ότι δεν είχα προλάβει να ζήσω. Αναθεώρησα τον κόσμο όλο μετά από την εδώ διαμονή μου. Είναι ένα θαύμα της ζωής κι αυτό. Δεν είναι ότι δεν έχω στόχους και όνειρα. Ούτε ότι πια δεν θα ασχοληθώ με το να βγάλω περισσότερα χρήματα ή δεν θα στεναχωρηθώ αν με χωρίσει η κοπέλα μου. Απλά τώρα ξέρω ότι τις ημέρες που έχει ήλιο μπορώ να νιώσω τις ακτίνες του να μου ζεσταίνουν το κορμί. Και πως για αυτό μου συνέβει όλο αυτό. Για να μπορώ να νιώθω την ζέστη και το κρύο. Και όταν βρέχει είναι σαν με ραίνει ο Θεός με ευλογία. Είναι όλα αυτά που είχα μέχρι τώρα δεδομένα. Αλλά ποτέ δεν ένιωσα ευγνωμοσύνη για τα δεδομένα μου. Είναι μεγάλο πράγμα, ένα μικρό θαύμα, να ξυπνάς και να μην νιώθεις ότι η ζωή σου χρωστάει. Σε κάνει να χαμογελάς και να φουσκώνεις από περηφάνια για όλα εκείνα που ήδη σου έχει δώσει. Να μην ονομάζεις στασιμότητα και κατάθλιψη την κάθε αναποδιά ή την ανατροπή των θέλω σου. Μου δόθηκε η σοφία να αναθεωρήσω τα θέλω μου πια. Και να καταλάβω ότι όλα όσα είχα ήταν πιο σπουδαία μπροστά σε όλα εκείνα που πρόσμενα να έρθουν. Είναι το μάθημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου» είπε με αισιοδοξία που προς στιγμή ζήλεψα.
Η κοινωνία του Αγίου Σάββα είναι σαν ένα μοναστήρι γεμάτο από κόλαση και παράδεισο, με μοναχούς, ανθρώπους που πόνεσαν, έκλαψαν και προσδοκούν καθημερινά την ανάσταση. Στο μοναχικό τους ταξίδι, άλλοι έμαθαν καρτερικά να αναθεωρούν κι άλλοι συνέχισαν να νιώθουν πως η ζωή τους χρωστάει. Όπως και να έχει, στα μεταλλικά παγκάκια του Αγίου Σάββα, γνώρισα τους οδοιπόρους της ζωής, με ταξιδιωτικές εμπειρίες χωρίς πύργους, ερήμους και εξωτικά νερά. Μόνο με τόλμη, σοφία και δύναμη.